- κίνη
- κί̱νη , κινέωset in motionpres imperat act 2nd sg (doric aeolic)κί̱νη , κινέωset in motionimperf ind act 3rd sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κινῇ — κῑνῇ , κινέω set in motion pres subj mp 2nd sg κῑνῇ , κινέω set in motion pres ind mp 2nd sg κῑνῇ , κινέω set in motion pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίνηθρον — κίνηθρον, τὸ (Α) κίνητρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κινη (πρβλ. ε κινή θην, παθ. αόρ. του κινῶ) + επίθ. θρον (πρβλ. έλκη θρον, κόπη θρον)] … Dictionary of Greek
κίνητρο — το (ΑΜ κίνητρον) όργανο με το οποίο κινεί κάποιος κάτι νεοελλ. 1. η σιδερένια ράβδος με την οποία οι μεταλλουργοί μετακινούν πυρακτωμένες ή λειωμένες ύλες 2. μτφ. αίτιο, ελατήριο ή ερέθισμα προς μία ενέργεια ή απόφαση (α. «κίνητρο τού φόνου ήταν… … Dictionary of Greek
κινηθμός — κινηθμός, ὁ (Α) κίνηση, ορμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κινη (πρβλ. ε κινή θην, παθ. αόρ. τού κινῶ) + επίθημα θμός (πρβλ. βρυχη θμός, ελκη θμός)] … Dictionary of Greek
Bulgarian dialects — ( bg. български диалекти, balgarski dialekti , also български говори, balgarski govori or български наречия, balgarski narechiya ) are the regional spoken varieties of the Bulgarian language, a South Slavic language. Bulgarian dialectology dates… … Wikipedia
кинема́тика — и, ж. Раздел теоретической механики, изучающий геометрические свойства механического движения тел без учета их массы и действующих на них сил. [От греч. κινημα, κινηματος движение] … Малый академический словарь
кинемато́граф — а, м. 1. устар. Аппарат для съемки на светочувствительную пленку движущихся объектов и для воспроизведения полученных снимков путем проецирования их на экран. 2. То же, что кинематография. Я начал работу в кинематографе режиссером. Гардин,… … Малый академический словарь
Cine — Caballo en movimiento (Animal locomotion) es una secuencia animada de un caballo de carreras galopando. Las fotos fueron realizadas por Eadweard Muybridge y se publicaron por primera vez en 1887 en Filadelfia … Wikipedia Español
-τήρας — τήρ, ΝΜΑ παραγωγική κατάλ. ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία, όπως και η κατάλ. τωρ, χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τον δράστη ενέργειας. Οι δύο αυτές καταλήξεις ανάγονται στην ΙΕ κατάληξη * ter (πρβλ. και αρχ. ινδ. pi tā, λατ. pa … Dictionary of Greek
-τος — παραγωγική κατάληξη επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία ανάγεται στην ΙΕ κατάληξη to , θεματική μορφή τής επέκτασης t (πρβλ. αρχ. ινδ. crutas, αβεστ. sruta , λατ. in clutus, ελλ. κλυτός). Η κατάληξη τος απαντά κυρίως … Dictionary of Greek